Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Μισό πορτοκάλι.


Περπατούσα σε ένα στενό κομμάτι δρόμου στρωμένο με πατημένο χώμα. Δίπλα μου, δεξιά και αριστερά οι καλαμιές χόρευαν ρυθμικά με μαέστρο την γλυκιά θαλασσινή αύρα. Ο ήλιος είχε αρχίσει νωχελικά να δύει και πλέον είχε σταματήσει να καίει την ήδη καμμένη μου επιδερμίδα.

Περπατούσα χωρίς στόχο, χωρίς σκοπό. Εικόνες μπερδεμένες στο μυαλό μου, για τις δουλειές, για τις φιλίες, τις σχέσεις που άλλοτε ήρθαν και ξεκαθαρίστηκαν τον πρώτο καιρό που το ''είναι'' μου άρχισε να παθαίνει αλεργικά σοκ. Το στενό δρομάκι είναι ο απολογισμός της ζωής σου που κάνεις λίγο πριν τα 30 και εγώ σέρνω με βία τα παπούτσια μου πάνω στα σημεία που θέλω να χαλάσω.

Οι καλαμιές δεν σταματούν να υπάρχουν και φαίνονται σαν να περπατάνε μαζί μου, μου φαίνονται τόσο ίδιες. Ξαφνικά νοιώθω ένα ζεστό αεράκι να με κυριεύει, χωρίς να με καίει, σαν να με αγκαλιάζει αριστερόστροφα και δεξιόστροφα. Ο χρόνος νοιώθω ότι παγώνει,οι καλαμιές σταματούν το βαλς και στέκονται ίσιες και κορδομένες σαν άρτια εκπαιδευμένοι στρατιώτες σε παρέλαση.

Προσπαθώ να δω πίσω μου και νοιώθω τα πόδια μου καρφωμένα στο χωμάτινο έδαφος. Με δυσκολία γυρνάω το κεφάλι και βλέπω πως ο δρόμος που βάδιζα πριν πέντε λεπτά είναι σκαμμένος βάναυσα και βουρκώδης. Κοιτάω μπροστά και εκεί που ο σκοπός είχε κάνει αισθητή τη απουσία του, την είδα.

Ήταν ντυμένη με ένα λευκό κοντό φόρεμα και το δέρμα της μελαμψό από όσο μπορούσα να διακρίνω. Τα μακριά μαλλιά της, που φαίνονταν από μακριά, συνέχιζαν το βαλς σαν καβαλιέροι των καλαμιών που ακόμα ήταν σαστισμένοι. Με κοιτούσε θαρρώ και κάτι κρατούσε. Εγκέφαλος και άκρα γίνονται ένα και ξεκαρφώνονται από το έδαφος. Σταματώ να ''σκάβω'' το δρόμο όχι γιατί δεν ήθελα αλλά γιατί το βαρύ βάδισμά μου μετατράπηκε σε ήρεμο, πράο.

Φτάνω κοντά της και με κοιτάει με ένα βλέμμα που ουρλιάζει ''που ήσουν τόσο καιρό;'' Δεν την κατάλαβα, προσπαθούσα να σκεφτώ αν γνώριζα την όμορφη κοπέλα. Ξεφυσάει σαν ανακουφισμένη και ακούω το ψιλό κύμα να ανακατεύει τα βότσαλα της παραλίας. Είχε τόση δύναμη η ανάσα της και σαστίζω. Κοιταζόμασταν στα μάτια και νομίζω πως και αυτή όπως και εγώ νοιώθαμε πως είχαμε ξαναγνωριστεί. Ξαφνικά μου άπλωσε το χέρι της σαν να ήθελε να μου δώσει κάτι.

Κρατούσε ένα πορτοκάλι μισό, κομμένο στην εντέλεια με χειρουργική ακρίβεια. Κοίταξα το δεξί μου χέρι και τότε κατάλαβα γιατί το αισθανόμουν κρύο και υγρό. Κρατούσα και εγώ το ίδιο πορτοκάλι μισό, μόνο που είχε γεμίσει χώμα από το άθλιο μονοπάτι και από το σύρσιμο των ποδιών. Ντράπηκα. Της έπιασα το χέρι, περάσαμε μέσα από τις καλαμιές και βγήκαμε στη έρημη παραλία. Είμαστε, λέει, στη παραλία του δικού της νησιού. Περπατήσαμε ως εκεί που σκάει το κύμα και έσκυψα για να ξεπλύνω το διψασμένο και βρώμικο πορτοκάλι.

''Πού ήσουν πιο πριν;'' με ρώτησε , ''συγγνώμη'' της απάντησα. Συγγνώμη που άργησα απ τη μια, που σε έκανα να περιμένεις και απ΄την άλλη συγγνώμη στο πορτοκάλι που το ανάλωσα χωρίς να είναι ήρεμο ποτέ.

Πήρα τα δύο κομμάτια και τα ένωσα και έγινε ένα ολόκληρο πορτοκάλι, μεγάλο και πολύ ζωντανό, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα φιλί στον λαιμό.

Ένοιωσα ευτυχισμένος και ξύπνησα. Ήταν όνειρο. Γύρισα το κεφάλι μου και σε είδα δίπλα μου , εσένα κορίτσι του ονείρου με το λευκό φόρεμα και τη μελαμψη επιδερμίδα. Σε είδα να κοιμάσαι και η ανάσα σου να χτυπάει το λαιμό μου. Είδα τα μαλλιά σου να αγγίζουν με κάθε τους ευκαιρία το σώμα μου. Εσύ κοιμόσουν και αυτά έπαιρναν την πρωτοβουλία.

Ξύπνησα από το όνειρο και πέρασα στο άλλο, ή μήπως σε μια ονειρική πραγματικότητα;

Δεν θέλω πια να περπατάω με βία σκάβοντας δρόμους και να κρατάω μισά πορτοκάλια στα χέρια μου..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου